μεταγράφων

μεταγράφων
μεταγράφω
copy
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμετάγραπτος — και φος, η, ο (Μ ἀμετάγραπτος, ον) [μεταγράφω] αυτός που δεν μεταγράφηκε, αυτός, τού οποίου δεν έγινε αντίγραφο νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί στο βιβλίο μεταγραφών τού υποθηκοφυλακείου 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξαναγραφεί …   Dictionary of Greek

  • δημοσιότητα — η 1. το να περιέρχεται κάτι στην κοινή αντίληψη 2. το να είναι ή το να γίνεται κάτι δημόσια γνωστό 3. φρ. α) «το φως τής δημοσιότητας» η δημοσίευση β) «υπό τό φώς τής δημοσιότητας» κάτω από το πρίσμα τής αλήθειας που έγινε διάφανη από τη… …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

  • μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

  • ακίνητα — Η περιουσία ή οποιαδήποτε ιδιοκτησία σχετίζεται με το έδαφος και τα συστατικά του μέρη (αντίθετο: κινητή περιουσία). Στην καθημερινή χρήση, ο όρος αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία όπως τα οικόπεδα και τα σπίτια. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο που… …   Dictionary of Greek

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • Ρεσπίγκ Οτορίνο — (Respighi, Μπολόνια 1879 – Ρώμη 1936). Ιταλός συνθέτης. Σπούδασε στη Μπολόνια, με δάσκαλο τον Τζουζέπε Μαρτούτσι και για ένα διάστημα ήταν επίσης μαθητής του Ρίμσκι Κόρσακοφ στην Πετρούπολη, όπου έπαιζε βιολί στην ορχήστρα του αυτοκρατορικού… …   Dictionary of Greek

  • αμετάγραπτος — η, ο αυτός που δεν περάστηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου: Η αγοραπωλησία μένει ακόμη αμετάγραπτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”